- στολίζομαι
- στολίζομαι, στολίστηκα, στολισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αγλαΐζω — ἀγλαΐζω (AM) λαμπρύνω, στολίζω, τιμώ, δοξάζω. αρχ. 1. δίνω κάτι ως τιμή ή ως κόσμημα 2. μεσ. στολίζομαι με κάτι και νιώθω ευχαρίστηση γι αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀγλάισμα, ἀγλαϊσμός, ἀγλαϊστός] … Dictionary of Greek
αμφιστέλλομαι — ἀμφιστέλλομαι (Α) περιβάλλομαι, ντύνομαι, στολίζομαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στέλλω] … Dictionary of Greek
αντικαλλωπίζομαι — ἀντικαλλωπίζομαι (Α) στολίζομαι, καμαρώνω κι εγώ … Dictionary of Greek
αποσιάζω — [σιάζω] 1. αποκαθιστώ στη σωστή θέση, τακτοποιώ 2. ( ομαι) περιποιούμαι τον εαυτό μου, στολίζομαι … Dictionary of Greek
αποφτιάνω — κ. χνω 1. τελειώνω την κατασκευή ή την επεξεργασία 2. καταστρέφω τελείως 3. ( ομαι) στολίζομαι … Dictionary of Greek
εγκοισυρούμαι — ἐγκοισυροῡμαι ( όομαι) (Α) (για γυναίκα) ντύνομαι, στολίζομαι με πολυτέλεια και απρέπεια όπως η Κοίσυρα … Dictionary of Greek
εθείρω — ἐθείρω (Α) καλλιεργώ, περιποιούμαι μέσ. εθείρομαι στολίζομαι … Dictionary of Greek
επανθώ — (Α ἐπανθῶ, έω) (για ιδιότητα) εμφανίζομαι στην επιφάνεια τού σώματος (ιδίως τού προσώπου) («σεμνή ομορφιά επανθεί στο πρόσωπο τής κόρης» «ἐμοί... ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος», Θεόκρ.) αρχ. 1. ανθώ 2. (για καθετί που εμφανίζεται πάνω σε κάτι σαν άνθος… … Dictionary of Greek
επικαίνυμαι — ἐπικαίνυμαι (AM) (αμτβ.) υπερβαίνω, υπερτερώ αρχ. παθ. στολίζομαι ή είμαι εφοδιασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καίνυμαι «υπερέχω, νικώ, είμαι στολισμένος»] … Dictionary of Greek
καταγλαΐζω — καταγλαιζω (AM) παθ. καταγλαΐζομαι δοξάζομαι μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατηγλαϊσμένος, η, ον περίφημος, ξακουστός αρχ. 1. κάνω κάτι υπερβολικά λαμπρό, καταλαμπρύνω 2. παθ. ντύνομαι πολύ ωραία, στολίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγλαΐζω (<… … Dictionary of Greek